Το φθινόπωρο του 2015, ξεκίνησε το νέο πρόγραμμα συνεργασίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με την Εφορία Αρχαιοτήτων Μαγνησίας, υπό την διεύθυνση της Προϊσταμένης της Εφορίας, Ανθής Μπάτζιου-Ευσταθίου, με σκοπό τη δημοσίευση του ήδη ανασκαμμένου τμήματος του οικισμού στα Πευκάκια Βόλου και την περαιτέρω αποκάλυψη των αρχιτεκτονικών και λοιπών αρχαιολογικών καταλοίπων της μυκηναϊκής περιόδου.
Εικόνα 1 |
Εικόνα 2 |
Η Μαγούλα Πευκάκια (ΕΙΚ. 1), 1.5χλμ νότια της πόλης του Βόλου, γνωστός προϊστορικός οικισμός, που κατοικήθηκε από την Τελική Νεολιθική ως το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου, ανασκάφηκε από τους Δ. Θεοχάρη και Vl. Milojčić, κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960. Τα πρώτα σαφή στοιχεία για την ύπαρξη μυκηναϊκού οικισμού εκτός της ήδη ανασκαμμένης μαγούλας, εντοπίστηκαν από την Α. Μπάτζιου Ευσταθίου, κατά την περίοδο 1986-1987. Οι συστηματικές ανασκαφικές έρευνες στην περιοχή του μυκηναϊκού οικισμού μεταξύ 2006 και 2015, έφεραν στο φώς τμήμα ενός εκτεταμένου παράλιου μυκηναϊκού οικισμού, του δεύτερου μισού 14ου και του 13ου αιώνα πΧ, με σημαντικότατες εμπορικές, βιοτεχνικές και λατρευτικές δραστηριότητες (ΕΙΚ. 2). Η απότομη και οριστική εγκατάλειψη του οικισμού, η ακμή του οποίου χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΑ2-ΥΕ ΙΙΙΒ περίοδο, εντοπίζεται στο τέλος της ΥΕ ΙΙΙΒ2-ΥΕ ΙΙΙΓ Πρώιμης, στα τέλη του 13ου-αρχές του 12ου αι., δηλ. αμέσως μετά το τέλος της μυκηναϊκής Κοινής και της καταστροφής των μυκηναϊκών ανακτορικών κέντρων στη νότια Ελλάδα.
Εικόνα 3 |
Μετά τις πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες, το ανασκαμμένο τμήμα του οικισμού περιλαμβάνει τμήματα τριών κτιρίων της ΥΕ ΙΙΙΒ2 περιόδου (ΕΙΚ. 3). Το κεντρικό τμήμα του ανασκαμμένου οικισμού καταλαμβάνει κτιριακό συγκρότημα, το Κτίριο Α (ΕΙΚ. 3), το μεγαλύτερο σε έκταση κτιριακό συγκρότημα που έχει ανασκαφεί μέχρι τώρα. Κρίνοντας από τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, πρόκειται για ένα ορθογώνιο αρχικά κτίριο δύο δωματίων, με ένα ανοιχτό, υπαίθριο, πλακόστρωτο χώρο/αυλή, προς τα νότια. Στο μυκηναϊκό αυτό συγκρότημα προστέθηκε, σε λίγο μεταγενέστερη φάση, μία ακόμη σειρά, τριών μικρότερων δωματίων προς βορρά, και σε μεταγενέστερο πιθανώς χρόνο, τρείς ακόμη στεγασμένοι χώροι/δωμάτια προς νότο, οι οποίοι κατέλαβαν μεγάλο τμήμα (δυτικό ήμισυ τουλάχιστον) του υπαίθριου χώρου νότια του μυκηναϊκού συγκροτήματος και περιόρισαν την έκτασή του. Τρείς ακόμη στεγασμένοι χώροι, προστέθηκαν σε μεταγενέστερη φάση νότια των τριών αυτών δωματίων και του υπαίθριου χώρου. Το νότιο όριο του μυκηναϊκού συγκροτήματος δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί.
Βόρεια και κατά μήκος του κτιρίου εντοπίσθηκε δρόμος, πλάτους 2.60-2.85μ, ο οποίος προφανώς διάσχιζε τον οικισμό με κατεύθυνση Α-Δ (ΕΙΚ. 3). Το βόρειο όριο του δρόμου αυτού, οριοθετεί/σηματοδοτεί σειρά τοίχων, πιθανότατα τμήμα της νότιας πρόσοψης άλλων μυκηναϊκών κτιρίων, που δεν έχουν ακόμη αποκαλυφθεί. Μικρότερος δρόμος, πλάτους 1.50-2.40μ, αποκαλύφθηκε ανατολικά και κατά μήκος της ανατολικής πρόσοψης του μυκηναϊκού συγκροτήματος (ΕΙΚ. 3). Ανατολικά του δρόμου αυτού εντοπίσθηκαν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του Κτιρίου Β. Από το Κτίριο Β, το οποίο αποκαλύφθηκε στο ανατολικό άκρο του ανασκαμμένου οικισμού, και συνεχίζεται στην μη ανασκαμμένη, όμορη προς ανατολάς περιοχή έχουν ανασκαφεί μόνο δύο δωμάτια (ΕΙΚ. 3).
Εικόνα 4 |
Το τρίτο κτιριακό συγκρότημα, το μεγαλύτερο τμήμα του οποίου αποκαλύφθηκε στο ΝΔ άκρο του ανασκαμμένου τμήματος του οικισμού (ΕΙΚ. 3), ίσως το σημαντικότερο όλων των μέχρι τώρα ανασκαμμένων κτιρίων, λειτουργούσε ως εργαστήριο παραγωγής πορφύρας, ένα από τα ελάχιστα τέτοια εργαστήρια στο Αιγαίο την Εποχή του Χαλκού. Αποτελείται από δύο πτέρυγες, και περιλαμβάνει μέχρι στιγμής πέντε στεγασμένους χώρους, τέσσερα δωμάτια και ένα διάδρομο. Η μοναδική πρόσβαση στο κτιριακό αυτό συγκρότημα εντοπίσθηκε στον νότιο τοίχο του μεγαλύτερου, νοτιότερου δωματίου της ανατολικής πτέρυγας.
Η μεγαλύτερη, ανατολική πτέρυγα, αποτελείται από δύο διαδοχικούς, ορθογώνιους χώρους/δωμάτια, στον άξονα Β-Ν, οι οποίοι επικοινωνούν με δύο θυραία ανοίγματα στα δύο άκρα του εσωτερικού, εγκάρσιου τοίχου (ΕΙΚ. 3). Ένα ακόμη θυραίο άνοιγμα, στο βόρειο άκρο του δυτικού τοίχου του νοτιότερου δωματίου, παρέχει πρόσβαση στην δυτική πτέρυγα του κτιρίου. Στο εσωτερικό του μεγαλύτερου, νοτιότερου χώρου εντοπίσθηκαν εγκαταστάσεις επεξεργασίας πορφύρας (ΕΙΚ. 4, 5), μία έκκεντρη ορθογώνια εστία, η οποία περιβάλλεται από έντονα ίχνη καύσης, μελανό, καμένο χώμα, στάχτες και τμήματα απανθρακωμένου ξύλου, και ελλειψοειδής πήλινη κατασκευή/λάρνακα στην άνω επιφάνειά της. Στο εσωτερικό του πολύ μικρότερου, βορειότερου στεγασμένου χώρου της ανατολικής πτέρυγας του εργαστηρίου, εντοπίσθηκαν, σε επίπεδο αρχαιότερο του εν μέρει πλακόστρωτου δαπέδου του δωματίου, μία εστία και δύο κιβωτιόσχημες κατασκευές, αρχικά τάφοι (Τάφος Α & Τάφος Β), οι οποίοι φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκαν σε δεύτερο στάδιο σαν εγκαίνιοι αποθέτες (ΕΙΚ. 3, 4). Η δυτική πτέρυγα του κτιρίου αποτελείται από ένα διάδρομο, με προσανατολισμό Α-Δ, ο οποίος παρέχει πρόσβαση σε δύο ακόμη δωμάτια (ΕΙΚ. 3), μάλλον αποθηκευτικού χαρακτήρα.
Εικόνα 5 |
Η γεωγραφικά στρατηγική θέση του οικισμού στην είσοδο του Μαλιακού κόλπου, η ίδρυση και περίοδος ακμής του οποίου συμπίπτει, όχι μόνο με την επικράτηση του μυκηναϊκού ανακτορικού πολιτισμού στη Νότια Ελλάδα, αλλά και με την ίδρυση, κατοίκηση και εγκατάλειψη του σημαντικού οικιστικού κέντρου στο Διμήνι και στο Κάστρο (Παλαιά) Βόλου, καθώς και τα σημαντικά αρχιτεκτονικά και αρχαιολογικά ευρήματα από τις πρόσφατες ανασκαφές, επιβεβαιώνουν την ευρύτερη σημασία του χώρου στα πλαίσια μίας συστηματικής επιστημονικής έρευνας.