Η έρευνα αφορούσε την ολοκλήρωση της καταγραφής και μελέτης του πρωτογενούς αρχαιολογικού υλικού που προέρχεται από την ανασκαφή της Αρχαιολογικής Εταιρείας στη Σκάλα Ωρωπού την οποία διευθύνει από το 1996 έως σήμερα ο Επιστημονικός Υπεύθυνος του έργου, Καθηγητής Α. Μαζαράκης Αινιάν. και στηρίζεται ενεργά από το 1999 και εξής από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και άλλα Ιδρύματα και φορείς της Ελλάδας (Αρχαιολογική Εταιρεία, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Ιδρύματα Ψύχα και Ι. Κωστοπούλου, Δήμο Ωρωπού) και των Η.Π.Α. (Institute for Aegean Prehistory / New York, και Shelby White-Leon Levy / Harvard University). Πρόκειται τόσο για τα αρχιτεκτονικά λείψανα όσο και για τα πολυάριθμα κινητά και περιβαλλοντικά ευρήματα που ήρθαν στο φως κατά τις ανασκαφές του 1985-87 και 1996-2003. Στόχος του προγράμματος ήταν η προετοιμασία της τελικής επιστημονικής συλλογικής δημοσίευσης των αποτελεσμάτων της ανασκαφής σε σειρά μονογραφιών και η προκαταρκτική στα πλαίσια των Πρακτικών Στρογγυλής Τράπεζας που διοργανώθηκε.
Παράλληλα, μέσω του προγράμματος διοργανώθηκε το 2004 έκθεση στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας με τίτλο Aρχαιολογικές Αναζητήσες: Ανασκαφές στην Ομηρική Γραία (18 Ιουνίου - 26 Σεπτ. 2004), με 141 αρχαιολογικά ευρήματα από την ανασκαφή στον Ωρωπό.
Με την ευκαιρία της διοργάνωσης αυτής δημοσιεύτηκε το μικρό βιβλίο A. Μαζαράκης Αινιάν - Μάρλεν Μούλιου, Αρχαιολογικές Αναζητήσεις: Ανασκαφές στην Ομηρική Γραία, Βόλος 2008 (και στα Αγγλικά Archaeological Quests: Excavations at Homeric Graia, Volos 2008).
Το ερευνητικό πρόγραμμα επέτρεψε την ολοκλήρωση της συντήρησης και μελέτης του υλικού της ανασκαφές και οδήγησε στην εκπόνηση τριών διδακτορικών διατριβών από τους J.S. Gros (2007), Ξ. Χαραλαμπίδου (2008) και Β. Βλάχου (2010), με θέμα την χρηστική, την αρχαϊκή και γεωμετρική κεραμεική, αντίστοιχα.
Το θέμα της έρευνας εντάσσεται στα επίκαιρα θέματα της διεθνούς αρχαιολογικής και ιστορικής έρευνας. Η μεγάλη και σημαντική ανασκαφή στον Ωρωπό έφερε στο φως έναν εκτεταμένο οικισμό των Πρώιμων Ιστορικών Χρόνων (τέλη 10ου - αρχές 5ου π.Χ.), δεκάδες αψιδωτά και κυκλικά οικοδομήματα (το μεγαλύτερο και καλύτερα διατηρημένο τέτοιο οικιστικό σύνολο του 8ου και 7ου αι. π.Χ.), καθώς και εργαστήρια μεταλλοτεχνίας, λατρευτικά και άλλα δημόσια οικοδομήματα, καθώς και ταφές της ίδιας εποχής. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι έρευνες που σχετίζονται με τα ζητήματα αρχαίας τεχνολογίας και συγκεκριμένα με την κατεργασία των μετάλλων, καθώς και οι λοιπές διεπιστημονικές προσεγγίσεις. Τα πολυάριθμα και σημαντικά ευρήματα πιστοποιούν τις στενές πολιτισμικές σχέσεις των Ωρωπίων με τις γύρω περιοχές, ιδιαίτερα με την Εύβοια, την Ανατολική Μεσόγειο και την Κάτω Ιταλία. Ξεχωριστή σημασία, τόσο εθνική όσο και ευρωπαϊκή, παρουσιάζει η σχέση του Ωρωπού με τη Δύση (Μεγάλη Ελλάδα και Σικελία), καθώς, βασιζόμενοι τόσο στις φιλολογικές μαρτυρίες (Θουκυδίδη, Αριστοτέλη, Στράβωνα), όσο και στα ανασκαφικά δεδομένα, ο προκλασικός Ωρωπός ταυτίζεται πλέον με βεβαιότητα με την ομηρική Γραία (Ιλιάδα Β, 498). Σύμφωνα με την άποψη που διατυπώνουν σύγχρονοι μελετητές, οι Γραίοι φαίνεται ότι ταξίδεψαν στη Δύση σε αναζήτηση μετάλλων και συμμετείχαν στην ίδρυση των πρώτων ευβοϊκών αποικιών της Δύσης. Εικάζεται μάλιστα ότι οι Γραίοι ήρθαν πρώτοι σε επαφή με τους αυτόχθονες κατοίκους της Ιταλικής χερσονήσου και τελικώς όλοι οι Έλληνες έγιναν γνωστοί στη Δύση ως Graii, Greci. Οι γεωλογικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν και οι εργαστηριακές αναλύσεις που έχουν προγραμματιστεί στα πλαίσια του προτεινόμενου έργου είναι ιδιαίτερα σημαντικές καθώς η θέση εγκαταλείφτηκε οριστικά στις αρχές του 5ου π.Χ., ύστερα από καταστρεπτικές πλημμύρες.