Στις 23/5/2007 και ώρα 19:00 στην αίθουσα Μεταπτυχιακών ΙΑΚΑ (6ος όροφος) οι Λιάνα Παρλαμά (Επίτιμη Εφορος Αρχαιοτήτων) και Πολυξένη Αδάμ-Βελένη (Διευθύντρια Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης) θα μιλήσουν για το παραπάνω θέμα.
Η ομιλία επικεντρώνεται στην εξέταση των προβλημάτων που αναφύονται και των αποτελεσμάτων που προκύπτουν, όταν ο Αρχαιολόγος της Υπηρεσίας βρεθεί αντιμέτωπος με την ανάγκη της κατασκευής έργων δημοσίου ή ιδιωτικού χαρακτήρος, τα οποία σχεδιάζονται και εκτελούνται σε αστικό περιβάλλον, όπου η παρουσία αρχαιολογικού ιστού, και όχι απλώς κατά τύχην ευρημάτων, απαιτεί τη διενέργεια εκτεταμένων ανασκαφών και επιβάλλει παραλλήλως την προστασία των ανασκαπτομένων. Ώς παράδειγμα για την παρουσίαση των ιδεών, των απόψεων, των ενεργειών και των αποτελεσμάτων, θετικών και αρνητικών, που διαμορφώνονται στην πορεία μιάς τέτοιας προσπάθειας, έχομε την Αθήνα και τα πρόσφατα έργα, με κορυφαίο αυτό της κατασκευής του Μητροπολιτικού Σιδηροδρόμου της πόλης. Η μακρά παράδοση της μαχόμενης Αρχαιολογίας, παράδοση η οποία προσδοκούμε ότι θα συνεχισθεί, έχει πλέον ένα καινούργιο πεδίο και έναν νέο τύπο αγώνων, που δεν περιορίζονται στις μαχητικές καταγγελίες και διαμαρτυρίες. Μέσα στις νέες συνθήκες που έχουν πλέον διαμορφωθεί, με την εξέλιξη της τεχνολογίας και την επανεξέταση πολλών ιδεολογημάτων, ο αγώνας της προστασίας απαιτεί ιδιαίτερους χειρισμούς, με απόλυτη επιστημονική τεκμηρίωση της αρχαιολογικής επιλογής και πρότασης, αναζήτηση πραγματιστικών λύσεων, και βεβαίως ηυξημένο αίσθημα ευθύνης απέναντι στον κοινωνικό παράγοντα και στο κοινό όφελος, χωρίς αυτό το τελευταίο να σημαίνει ότι η τύχη των αρχαιοτήτων είναι προδιαγεγραμμένη, όταν αυτές αποκαλύπτονται στον χώρο ενός μεγάλου δημοσίου έργου.
Η μορφή του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης μέχρι την πυρκαγιά του 1917 είχε παραμείνει αναλλοίωτη για αιώνες. Η τριετία μέχρι την έναρξη του Α' παγκοσμίου πολέμου ήταν καθοριστική για την περαιτέρω εξέλιξη της πόλης. Η αναταραχή στον χώρο των Βαλκανίων δρα ανασταλτικά στην προστασία των αρχαιοτήτων. Στα 1916 γίνεται για πρώτη φορά παρακολούθηση εκσκαφής οικοπέδου στις οδούς Αριστοτέλους και Αγ. Νικολάου. Το 1917 η πόλη σημαδεύεται από τη μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε τον Αύγουστο. Η κυβέρνηση ορίζει επιτροπή επανασχεδιασμού της. Η πόλη εκτός από την πυρκαγιά πλήττεται και από τον πόλεμο. Από το 1918 καταφθάνουν οι πρώτοι πρόσφυγες. Στα 1920 γίνεται η πρώτη σωστική ανασκαφή στην πόλη. Η επόμενη δεκαετία από το 1922 ως το 1932 σηματοδοτείται από τα μικρασιατικά γεγονότα. Βασική μέριμνα στη δεκαετία 1922-1932 ήταν η αναζήτηση οικοπέδου και η εξεύρεση κονδυλίων για την ανέγερση Αρχαιολογικού Μουσείου. Η ανεύρεση αρχαίων στα οικόπεδα γίνεται πάντα μετά από υπόδειξη των ιδιοκτητών ή των περιοίκων, ενώ συνεχίζεται η αργή και τμηματική κατεδάφιση τμημάτων του οχυρωματικού περιβόλου της πόλης. Το 1932 συντελείται και η πρώτη κατάχωση. Διατρέχοντας συνοπτικά τις δεκαετίες καταγράφεται η πολιτική που ακολουθήθηκε όλα τα χρόνια στη Θεσσαλονίκη σχετικά με τις αρχαιότητες. Μέσα από το πολύτιμο αρχείο της ΙΣΤ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων εντοπίζονται λάθη και παραλήψεις, επισημαίνονται περιπτώσεις διάσωσης αρχαιοτήτων. Αναφέρονται οι σημαντικότερες επεμβάσεις στα μνημεία. Η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα διαγράφεται άραγε ευνοϊκότερη για τις ιστορικές πόλεις του ελληνικού χώρου, όπως είναι η Θεσσαλονίκη; Ή ακόμη και σήμερα οι αρχαιότητες θεωρούνται από τους περισσότερους σοβαρό εμπόδιο υλοποίησης μεγάλων δημόσιων «κοινωφελών έργων»;