Την Τετάρτη, 14/10/2009 στις 19:00, στο Αμφιθέατρο Σαράτση θα προβληθεί το ντοκυμαντέρ "Θέμις"για την ελληνική δικαιοσύνη, του Μάρκου Γκαστίν. Θα ακολουθήσει συζήτηση με τον σκηνοθέτη.
Το "Θέμις", μετά την πρεμιέρα του στο 49ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τον περασμένο Νοέμβριο, συμμετείχε τον Μάιο στο 62ο Φεστιβάλ Καννών (τμήμα ACID), και στα διεθνή φεστιβάλ: Justice a lecran (Δικαιοσύνη στην οθόνη) στην Grenoble της Γαλλίας, FIPA στο Biarritz της Γαλλίας, ενώ παράλληλα με την έξοδό του στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες θα προβληθεί στο Παρίσι και τη Μασσαλία. Τέλος, είναι υποψήφιο για το Βραβείο Καλύτερου Μεσογειακού Ντοκιμαντέρ 2009 (της ιταλικής RAI και του μεσογειακού δικτύου τηλεοπτικών καναλιών CMCA) καθώς και για τα φετινά ευρωπαϊκά βραβεία «Prix Europa» (του Συμβουλίου της Ευρώπης).
Όλοι είχαμε ή θα έχουμε μια μέρα την εμπειρία να κληθούμε στο δικαστήριο. Δι' ελάχιστον αφορμήν, για μία διένεξη με το γείτονα, μία διαφορά με έναν συνεταίρο ή μία διαφωνία με ένα σύντροφο, θα βρεθούμε μπροστά στο Δικαστή. Διαφορές του τίποτα, που τις περισσότερες φορές θα μπορούσαν να λυθούν φιλικά παίρνουν το δρόμο της Δικαιοσύνης. Εκεί, πέρα από τα εγκλήματα και τα πταίσματα, καταλήγουν και οι ελάχιστες διαφορές μας. Έτσι εξηγείται και η υπερφόρτωση και η περίφημη καθυστέρηση της Δικαιοσύνης στη χώρα μας. Μήπως η διχόνοια είναι πιο εξαπλωμένη απ ό,τι σε άλλα μήκη και πλάτη της γης, οι εναλλακτικές ειρηνευτικές μέθοδοι λιγότερο αναπτυγμένες, ο Νόμος λιγότερο σεβαστός ή η πρόσβαση στη Δικαιοσύνη πιο απρόσκοπτη; Όπως και να ναι, η τοπική κοινωνία αφήνει στα δικαστήριά της τη φροντίδα να ρυθμίσει σχεδόν όλες τις διαφωνίες της, ακόμα και τις πλέον ακίνδυνες. Έτσι, η Δικαιοσύνη αποτελεί μέρος της καθημερινής μας ζωής. Έτσι, το δικαστήριο γίνεται καθρέφτης του εαυτού μας. Καθρέφτης σίγουρα παραμορφωτικός αλλά και τόσο εύγλωττος.
Όταν γυρίζαμε την ταινία, όσοι έμπαιναν νωρίς στην αίθουσα και μας έβλεπαν να στήνουμε τρεις κάμερες και μια ντουζίνα μικρόφωνα, μετατρέποντας κυριολεκτικά το δικαστήριο σε κινηματογραφικό στούντιο, μας ρωτούσαν αναπόφευκτα: «Για ποιόν όλ' αυτά;» Τους εξηγούσαμε ότι δεν ξέραμε, καθώς δεν γνωρίζαμε εκ των προτέρων ποιοι θα δέχονταν την κινηματογράφηση της δίκης τους και ποιοι όχι. Δυσκολεύονταν να κατανοήσουν ότι κάναμε τόσο κόπο, όχι για κάποιο διάσημο εγκληματία, όχι για κανένα περίφημο απατεώνα, αλλά μια πληθώρα τυχαίων άγνωστων με «συνηθισμένες» υποθέσεις. Η ταινία φιλοδοξεί να απαντήσει στην απορία τους: έχουμε πολλά να μάθουμε από την καθημερινή απόδοση της Δικαιοσύνης, όχι μόνο για την ίδια ή για την κοινωνία που καθρεφτίζει, αλλά και για την ανθρώπινη φύση που απογυμνώνει.