Πανεπιστήμιο Αθηνών
Φιλοσοφική Σχολή
Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας
Μουσείο Τομέα Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης
Εγκαίνια Δευτέρα 29 Μαρτίου 2004 και ώρα 14.00
από τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών Καθ. Γ. Μπαμπινιώτη
και τον Διευθυντή του Μουσείου του Τομέα Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης του Τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Καθ. Β. Λαμπρινουδάκη
Η διοργάνωση της φωτογραφικής έκθεσης «Κέα-Κύθνος, 10 χρόνια μετά. Καρθαία - Βρυόκαστρο, νεώτερες εξελίξεις» υπήρξε αποτέλεσμα μιας σειράς συγκυριών : οι επιστημονικές ομάδες που πραγματοποιούν τα τελευταία χρόνια αρχαιολογικές έρευνες στην Καρθαία και στο Βρυόκαστρο οργάνωσαν το καλοκαίρι του 2003 -χωρίς καμία προηγούμενη συνεννόηση- δύο ανεξάρτητες μεταξύ τους φωτογραφικές εκθέσεις στην Κέα και στην Κύθνο αντίστοιχα, με αντικείμενο τις πρόσφατες έρευνες και εργασίες τους στο χώρο. Παράλληλα, το έτος που διανύουμε συμπληρώνονται δέκα χρόνια από τότε που με πρωτοβουλία της Λίνας Μενδώνη και του Αλέξανδρου Μαζαράκη Αινιάνος, των κύριων ερευνητών των πιο πάνω θέσεων, πραγματοποιήθηκε το Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα «Κέα-Κύθνος. Ιστορία και Αρχαιολογία». Στόχος του Συνεδρίου υπήρξε αφενός να συγκεντρωθούν οι μελετητές των δύο νησιών και να παρουσιάσουν τα πορίσματα των ερευνών τους, αφ ετέρου να ανακοινωθούν τα έως τότε αποτελέσματα των επιφανειακών ερευνών που ήταν σε εξέλιξη στις προαναφερθείσες θέσεις. Τα πρακτικά του Συνεδρίου δημοσιεύθηκαν το 1998.
Σήμερα στην Καρθαία βρίσκεται σε εξέλιξη ένα πρόγραμμα χρηματο-δοτούμενο κυρίως από κονδύλια του Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης και εποπτευόμενη από το Ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού, που στοχεύει στην προστασία και ανάδειξη των κυριότερων μνημείων της ακρόπολης, ενώ στο Βρυόκαστρο η συστηματική ανασκαφή από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, με τη συνεργασία της ΚΑ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, παρέλαβε τη σκυτάλη από την επισκόπηση εδάφους.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι πέρασαν δέκα χρόνια από την κοινή εκείνη επιστημονική συνάντηση και ότι η έρευνα στις δύο αυτές αντικριστές πόλεις των Κυκλάδων έχουν προχωρήσει θεαματικά, θεωρήσαμε ότι θα ήταν ενδιαφέρον να διοργανώσουμε μια κοινή έκθεση μέσα από την οποία ο επισκέπτης θα γνωρίσει τον θαυμαστό αρχαιολογικό πλούτο που ήρθε στο φως τα τελευταία χρόνια, θα ενημερωθεί για τα νεώτερα ευρήματα και για τις εργασίες προστασίας και ανάδειξης δύο ιδιαίτερα σημαντικών αλλά δυσπρόσιτων αρχαιολογικών χώρων του Αιγαίου.
Η Κύθνος παρουσιάζει ιδιαίτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον αλλά πολλές γνωστές αρχαιολογικές θέσεις δεν έχουν ακόμη ερευνηθεί ανασκαφικά. Ο Μαρουλάς, στη ΒΑ ακτή του νησιού, κοντά στα Λουτρά, ήταν η παλαιότερη εγκατάσταση των Κυκλάδων. Η θέση χρονολογείται στη ύστερη Μεσολιθική περίοδο (8500-6500 π.Χ.). Οι ανασκαφές έφεραν στο φως λείψανα κυκλικών κατασκευών που πιθανώς είχαν χρησιμοποιηθεί ως χώροι διαμονής καθώς και λίγες ταφές. Ο ρόλος που διαδραμάτισε η Κύθνος στην ανάπτυξη της πρώιμης μεταλλουργίας ήταν γνωστός από παλιά. Μια σημαντική θέση της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ περιόδου (3η χιλιετία π.Χ.) ερευνήθηκε στη θέση Σκουριές, στη ΒΑ απόκρημνη ακτή του νησιού. Αναγνωρίστηκαν περίπου 20 κυκλικές κατασκευές που ερμηνεύτηκαν ως στέγαστρα που περικλείουν μεταλλευτικούς κλιβάνους για την εκκαμίνευση χαλκού.
Οι εγκαταστάσεις των ιστορικών χρόνων είναι αρκετές. Ξεχωρίζουν αρκετοί πύργοι κυκλικού και ορθογώνιου σχήματος των όψιμων κλασικών χρόνων. Η οχυρωμένη ακρόπολη στο Βόρειο απόκρημνο άκρο του νησιού που σήμερα είναι γνωστή ως το Κάστρο της Ωριάς ή του Κατακεφάλου ταυτίζεται με την πρωτεύουσα του νησιού στα Βυζαντινά χρόνια και επί Λατινοκρατίας, αλλά όπως φαίνεται ήταν ήδη κατοικημένη από την προϊστορική εποχή. Αντίθετα, μια ακόμη οχυρωμένη ακρόπολη του νησιού, ο Κάστελλας, που βρίσκεται στη Δυτική ακτή, φαίνεται ότι ιδρύθηκε κατά τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους αλλά εγκαταλείφτηκε στο τέλος της αρχαϊκής περιόδου.
Η σημαντικότερη θέση των ιστορικών χρόνων είναι αναμφισβήτητα το Βρυόκαστρο ή Ρηγόκαστρο, όπως ονομάζεται σήμερα η αρχαία πρωτεύουσα του νησιού, στη ΒΑ ακτή του νησιού, η ομώνυμη σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές Κύθνος. Οι επιφανειακές έρευνες των ετών 1990-95 έφεραν στο φως πλούσια ευρήματα και κατανοήθηκε σε μεγάλο βαθμό η πολεοδομία και η οικιστική οργάνωση της πόλης, η οποία, όπως μαρτυρούν τα ευρήματα, κατοικήθηκε αδιάκοπα από το 10 ο π.Χ. έως και τον 7ο μ.Χ αι. Ανάμεσα στα ευρήματα σημαντική θέση κατέχουν οι επιγραφές, τα θραύσματα αρχαϊκών πίθων με ανάγλυφη διακόσμηση και η αττική κεραμική των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων. Με βάση τα επιφανειακά ευρήματα, η εγκατάλειψη της πόλης τοποθετείται στον 7ο μ.Χ. αι. όταν οι κάτοικοι μετακινήθηκαν στον οχυρωμένο οικισμό του Κάστρου.
Η έκταση της τειχισμένης πόλης είναι 285 στρέμματα, συμπεριλαμβανομένης μικρής βραχονησίδας που κατά την αρχαιότητα ήταν συνδεδεμένη με την ακτή,. αλλά λόγω της ανύψωσης της στάθμης της θάλασσας έχει σήμερα αποκοπεί από τη στεριά. Στον πυθμένα της θάλασσας εντοπίστηκαν τα θεμέλια των παράκτιων τειχών καθώς και ένας κυματοθραύστης ο οποίος όριζε στα Νότια την είσοδο του λιμανιού.
Η πόλη περιβάλλεται από ισχυρά τείχη που σε ορισμένα σημεία είναι άριστα διατηρημένα. Με βάση τα συστήματα τοιχοποιίας η κατασκευή τους τοποθετείται στους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους, αν και ορισμένα τμήματα, ιδιαίτερα στην ’νω Πόλη, ίσως ανήκουν στην Αρχαϊκή περίοδο. Εντυπωσιακή είναι η διατήρηση των τριγωνικών ενάλληλων πύργων του Βορείου σκέλους του τείχους, που είναι μοναδικοί στο είδος τους στον Ελλαδικό χώρο. Σε ύψωμα απέναντι από την Ακρόπολη, ΝΑ της πόλης, σώζονται τα λείψανα μικρού αυτοτελούς ελληνιστικού φρουρίου. Εδώ ίσως ήταν η έδρα της Μακεδονικής φρουράς που εγκατέστησε στην Κύθνο ο Φίλιππος ο Ε' το 201 π.Χ. και η οποία συνέβαλε αποφασιστικά στην ανεπιτυχή έκβαση της πολιορκίας της πόλης το 199 π.Χ. από τις συνασπισμένες δυνάμεις των Ροδίων, της Περγάμου και των Ρωμαίων. Δεν θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο το οχυρό να χτίστηκε ή να ξαναχρησιμοποιήθηκε αργότερα από τους Ροδίους, αφού λίγα χρόνια αργότερα η Κύθνος φαίνεται ότι πέρασε στη Ροδιακή επιρροή.
Μέσα στην πόλη σώζονται πολλές υπόγειες δεξαμενές που προορίζονταν για τη συλλογή των βρόχινων νερών (μερικές χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα), ενώ ένας υπόγειος αγωγός διοχέτευε το κεντρικό υδραγωγείο της πόλης με νερό από την πηγή στη θέση Τρύπιο που βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Από το υδραγωγείο σώζονται τρεις παράλληλες στοές σκαμμένες στο φυσικό βράχο που επικοινωνούν στο βάθος με τέταρτη, που τις τέμνει εγκάρσια, καθώς και η κρήνη που καταλαμβάνει το χώρο μπροστά από τις δεξαμενές. Δίπλα από το υδραγωγείο διερχόταν μία βαθμιδωτή οδός που συνέδεε το λιμάνι με τα ιερά της ’νω Πόλης.
Στην κορυφή της ακρoπόλεως δεσπόζουσα θέση κατέχει ένα σημαντικό ιερό, που όπως δείχνουν τα επιφανειακά ευρήματα ήταν σε χρήση από τον 8ο π.Χ. αι. έως και τον 1ο μ.Χ. αι. Το πλήθος και το είδος των ευρημάτων, καθώς και μια επιγραφή που βρέθηκε στην Ελευσίνα, οδηγούν στο ασφαλές συμπέρασμα ότι το ιερό ήταν αφιερωμένο στη λατρεία της Δήμητρας.
Σε χαμηλότερο επίπεδο, στο μακρόστενο πλάτωμα που σχηματίζεται κατά μήκος της κορυφογραμμής, σώζονται δυο μνημειώδη ορθογώνια οικοδομήματα. Το νοτιότερο αποτελείται από δύο δωμάτια που ανοίγουν προς Ανατολάς σε δωρική στοά. Σύρριζα στον στυλοβάτη υπάρχει μια δεξαμενή λαξευμένη στο φυσικό βράχο και ημικυκλική εξέδρα. Δίπλα σώζονται ta θεμέλια μικρού ορθογώνιου βωμού. Το βορειότερο οικοδόμημα είναι μεγαλύτερο και πιο επιβλητικό (το ανάλημμα σώζεται σε ύψος 3 μέτρων) αλλά η εσωτερική διαρρύθμιση των χώρων δεν είναι ορατή επιφανειακά. Από την τοιχοποιία τα δύο κτίρια μπορούν να χρονολογηθούν στον 4ο ή στον 3ο π.Χ. αι. Η υπόθεση ότι τα δύο οικοδομήματα είχαν λατρευτικό προορισμό στηρίζεται, μεταξύ άλλων, σε αναθηματική επιγραφή που βρέθηκε εντοιχισμένη σε γειτονικό κελί ("Σαμοθρακίων Θεών"), καθώς και σε θραύσμα μαρμάρινου γλυπτού που ίσως ανήκει σε κολοσσιαίο άγαλμα. Έχει υποστηριχτεί ότι το γλυπτό ενδέχεται να είναι έργο του Μεσσήνιου γλύπτη Δαμοφώντα, ο οποίος, σύμφωνα με ψήφισμα των Κυθνίων που βρέθηκε στη Μεσσήνη, κατασκεύασε ένα άγαλμα της Αφροδίτης και το ανέθεσε ο ίδιος στο ιερό της Κύθνου, στις αρχές του 2ου π.Χ. αι. Η λατρεία της Αφροδίτης στην Κύθνο επιβεβαιώθηκε από την εύρεση κοντά στο λιμάνι μικρής ενεπίγραφης βάσης των κλασικών χρόνων που αναφέρει το όνομα της θεάς.
Το 2001, κατά τη διάρκεια συμπληρωματικής επιφανειακές έρευνας, εντοπίστηκε ένα ακόμη ιερό της ’νω Πόλης, το οποίο βρίσκεται στο Βορειότερο άκρο του ίδιου πλατώματος. Κατά την ανασκαφή που ακολούθησε το 2002 και 2003, μέσα στο στρώμα καταστροφής και εγκατάλειψης που κάλυπτε το ναό και τον περιβάλλοντα χώρο βρέθηκαν πολυάριθμα αφιερώματα, χρονολογούμενα από τους αρχαϊκούς έως και τους ελληνιστικούς χρόνους. Βόρεια του μακρόστενου βωμού αποκαλύφτηκε ο ναός, που πιθανώς οικοδομήθηκε στα πρώιμα αρχαϊκά χρόνια (7ος αι. π.Χ.). Ο αρχαϊκός ναός είναι κατασκευασμένος από σχιστόλιθο και κρίνοντας από ορισμένα διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη, πρέπει να ήταν δωρικού ρυθμού. Ο ναός διαθέτει αβαθές άδυτο εσωτ. διαστάσεων περίπου 3 Χ 2 μ και σηκό μήκους περίπου 5 μ, ενώ δεν είναι σαφές αν υπήρχε πρόναος, καθώς το τμήμα εκείνο το κτηρίου δεν σώζεται. Το ναό περιθέει ένα θεμέλιο εξωτ. διαστ. περίπου 14,65 Χ 8,65 μ. Κάποιες εγκάρσιες αντηρίδες που συνδέουν τον κυρίως ναό με το θεμέλιο αυτό, δημιουργώντας την εικόνα μιας ορθογώνιας σχάρας, προστέθηκαν κατά τους ελληνιστικούς χρόνους προκειμένου να ενισχυθεί το οικοδόμημα, το οποίο προφανώς κινδύνευε να καταρρεύσει. Ο ναός έστεκε πάνω σε άνδηρο που στηριζόταν από ισχυρούς αναλημματικούς τοίχους. Η όλη εικόνα που προέκυψε από την ανασκαφή στηρίζει την εκδοχή μιας ξαφνικής καταστροφής, πιθανώς οφειλόμενη σε σεισμό.
Το άδυτο βρέθηκε αδιατάρακτο, με τα πολυάριθμα αναθήματα ακόμη στη θέση τους. Πρόκειται για περίπου 1500 πολύτιμα ως επί το πλείστον αφιερώματα χρονολογούμενα κυρίως στους αρχαϊκούς χρόνους. Μολονότι είναι πρόωρο να διατυπώσουμε τεκμηριωμένη πρόταση για την ταυτότητα της λατρευόμενης θεότητας, εντούτοις, με βάση το είδος των αναθημάτων και τα επιμέρους χαρακτηριστικά της λατρείας είναι δυνατόν να στηριχθεί η υπόθεση ότι η θεότητα ήταν γυναικεία. Τόσο ο πλούτος όσο και οι ποικίλες και εξωτικές προελεύσεις των ευρημάτων οδηγούν στην αναθεώρηση της εικόνας σχετικής φτώχειας που είχαμε σχηματίσει για την αρχαία Κύθνο, η οποία, έως τώρα, προέκυπτε από τις λιγοστές διαθέσιμες φιλολογικές και επιγραφικές μαρτυρίες.
Μέσα στο άδυτο του ναού της Κύθνου βρέθηκαν χρυσά, ασημένια, χάλκινα, οστέινα κοσμήματα όπως ενώτια, δαχτυλίδια, βραχιόλια, πόρπες, περόνες, ελάσματα, χάντρες περιδεραίων και περίαπτα διαφόρων τύπων. Πολλά από αυτά είναι από ορεία κρύσταλλο, υαλόμαζα, φαγεντιανή, ημιπολύτιμους λίθους, ήλεκτρο (κεχριμπάρι) και κοράλλι. Μεταξύ των ευρημάτων συγκαταλέγονται ανάγλυφοι δίσκοι και περίτμητα πλακίδια από ελεφαντόδοντο, Αιγυπτιακοί σκαραβαίοι, Φοινικικά κεφαλάκια γενειοφόρων, πήλινα γυναικεία ειδώλια του τύπου της ένθρονης καθιστής μορφής και πολυάριθμα ακέραια διακοσμημένα αγγεία [τα περισσότερα από αυτά καλλωπιστικά] εισαγμένα από διάφορες περιοχές του Αιγαιακού χώρου. Βρέθηκαν ακόμη εκατοντάδες κοχύλια, καθώς και λίγα οστά μικρών ζώων [ανάμεσά τους αρκετοί αστράγαλοι ("κότσια")] και ελάχιστα πουλιών.
Η μελέτη της κατανομής των ευρημάτων στο χώρο θα επιτρέψει την ανασύσταση της διάταξης των αναθημάτων στο εσωτερικό του αδύτου, καθώς και την αναγνώριση των επιμέρους συνόλων μικροαντικειμένων. Το ιερό που ήρθε στο φως πρέπει να είχε σημαντική ακτινοβολία. Το εύρημα της Κύθνου θα οδηγήσει αδιαμφισβήτητα στην καλύτερη κατανόηση της αρχαίας ελληνικής θρησκείας και των λατρευτικών και τελετουργικών συνηθειών, ιδιαίτερα της αρχαϊκής περιόδου.