Την Τετάρτη 21/11/2012 και ώρα 18:00 στην αίθουσα Πολυμέσων του ΙΑΚΑ η Μαρία Καβάλα (Ιστορικός. Μεταδιδακτορική ερευνήτρια, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, Α.Π.Θ.) θα μιλήσει με θέμα Ελλείψεις και πείνα στη Θεσσαλονίκη της Γερμανικής Κατοχής. Πρακτικές επιβίωσης και η σημασία τους.
Η Θεσσαλονίκη έδινε την εντύπωση ότι «δεν πείνασε πολύ», όπως έγραφε ο Γιώργος Ιωάννου, πάντα για τα δεδομένα της εποχής, αλλά αρρώστησε και υπέφερε πολύ, θα συμπληρώναμε. Ο υψηλότατος αριθμός θανάτων στην πόλη το 1942 σχετιζόταν με την πείνα, με την ελονοσία αλλά και με την απώλεια των Εβραίων πολιτών της που χάθηκαν στα καταναγκαστικά έργα το δεύτερο εξάμηνο της ίδιας χρονιάς. Η στατιστική επεξεργασία των δεδομένων για την ασιτία στο δήμο Θεσσαλονίκης μας δείχνει ότι τα θύματα ανήκαν στα φτωχότερα στρώματα και τους ηλικιωμένους, στους άντρες και λιγότερο στις γυναίκες και στα βρέφη, σχεδόν οι μισοί στους φτωχούς Εβραίους, ένα ποσοστό στους πρόσφυγες του 1922 και ένα μικρότερο στους πρόσφυγες από Αν. Μακεδονία και Θράκη. Μια έξαρση ελονοσίας, κατά τους μήνες Ιούνιο έως Νοέμβριο άφησε πολλά θύματα καθώς εκείνοι που αρρώσταιναν ήταν ήδη εξασθενημένοι από την πείνα που είχε προηγηθεί και οδηγούνταν στο θάνατο.
Οι τρεις μορφές εξουσίας, εξόριστη κυβέρνηση μαζί με τη Μ. Βρετανία, αρχές Κατοχής και κυβέρνηση Τσολάκογλου δεν έδειχναν να δραστηριοποιούνται, τουλάχιστο στο βαθμό που απαιτούσε η οξύτητα της κατάστασης. Τόσο οι Γερμανοί όσο και οι σύμμαχοι ήταν υπεύθυνοι για την πείνα που έπληξε τη χώρα. Η κοινωνία της Θεσσαλονίκης με τις τοπικές ιδιαιτερότητές της ανέπτυξε τάσεις συσπείρωσης γύρω από εκείνους τους θεσμούς ή τους πολιτικούς μηχανισμούς που πρότειναν λύσεις για τα συγκεκριμένα προβλήματα, όπως ήταν η εκκλησία με τα κατηχητικά από τη μία αλλά και το Ε.Α.Μ. από την άλλη.
Το γεγονός ότι η πόλη ήταν κοντά στις παραγωγικές ζώνες έπαιξε έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην επιβίωση των κατοίκων. Οι αστοί κινούνταν προς την ύπαιθρο και αν μπορούσαν, έμεναν εκεί, ενώ οι αγρότες, οι κάτοικοι της υπαίθρου, αποκτούσαν αγαθά και συνήθειες της πόλης και είχαν λιγότερα προβλήματα διατροφής τουλάχιστον για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της Κατοχής. Οι συναλλαγές των αστών με τους αγρότες, η αλιεία και οι ευρεσιτεχνίες στο μαγείρεμα, οι κλοπές αγροτικών προϊόντων ήταν κάποιες από τις λύσεις στις οποίες κατέφυγε ο πληθυσμός.
Η οργάνωση πιο συγκροτημένων μορφών αντιμετώπισης των προβλημάτων αποτέλεσε το πεδίο ανάδειξης νέων κοινωνικών δυνάμεων αλλά και οριοθέτησης διαχωριστικών γραμμών. Έτσι, τα συσσίτια, παιδικά και ενηλίκων, θεσμός με παράδοση στην πόλη, αναδιοργανώθηκαν από τις παραδοσιακές, ως προς την κοινωνική τους προέλευση και ως προς τη δράση τους στο παρελθόν, δυνάμεις αρωγής των απόρων στην πόλη, τον Ερυθρό Σταυρό, τους εύπορους και τα φιλανθρωπικά τους σωματεία, την Εκκλησία, τέθηκαν υπό την αιγίδα της πολιτείας με μια διαδικασία αργή και σταδιακή και με κύριο πρόβλημα τις οικονομικές απάτες και ατασθαλίες των ανθρώπων που εμπλέκονταν, και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο σε όλο το διάστημα της Κατοχής και ιδιαίτερα το δύσκολο χειμώνα του 1941 – 1942.
Στον αντίποδα ως προς την κοινωνική προέλευση και τις ιδεολογικές αφετηρίες, των πρωτοβουλιών των παραδοσιακών φορέων δημιουργήθηκαν μια σειρά από συσσίτια άλλων φορέων (Φοιτητική Λέσχη, Ε.Α.Μ. μέσω των τοπικών επιτροπών και της Εθνικής Αλληλεγγύης, προμηθευτικοί και καταναλωτικοί συνεταιρισμοί)
Ο επισιτισμός ήταν ταυτόχρονα ένα πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης και προπαγάνδας τόσο εσωτερικών δυνάμεων όσο και εξωτερικών. (Βουλγαρική Λέσχη)
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η αντιμετώπιση της πείνας και των ελλείψεων οργανώθηκε από την πολιτεία, από συλλογικούς κοινωνικούς φορείς, αλλά και από ιδιώτες. Ανέδειξε νέες συλλογικές μορφές διεκδίκησης, έγινε πεδίο σύγκλισης και συνεργασίας, αντιθέσεων, ατασθαλιών και εκμετάλλευσης, άσκησης προπαγάνδας και ελέγχου εκ μέρους των ελληνικών και γερμανικών αρχών προς τον πληθυσμό αλλά κυρίως ελέγχου και διεκδίκησης εκ μέρους της κοινωνίας προς τις αρχές.